- στρούθινος
- στρούθ-ινος, η, ον,A of
στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρούθινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος με στρουθειον* («στέφανος στρούθινος», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek